2.1.11

"ΦΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΥΝΙΑ ΤΟΥ"


"Ο παππούς μου ήταν αγροφύλακας. Από εκείνον κληρονόμησα την αγάπη για τη γη. Ή μάλλον, την ταύτιση με τη γη. Θυμάμαι κάτι παιδικά καλοκαίρια με έντονη την εικόνα και τη μυρωδιά του φρεσκοργωμένου χώματος, με τα αραιά ξεραμένα χορταράκια δίπλα στις ελιές που δίψαγαν για φροντίδα. Πατούσες και χανόταν το πόδι σου μέχρι τον αστράγαλο, προκαλώντας έναν κουραστικό περίπατο και φυσικά ανυπομονησία να φτάσεις στο δροσερό πέτρινο πηγάδι με τα φθαρμένα από τα φιλήματα του σχοινιού, χείλη.

Ο παππούς πάντα εκεί. Να βγάζει νερό με τον τσίγκινο κουβά, συμβουλεύοντάς μας να φυσήξουμε την επιφάνειά του προτού πιούμε, να φύγουν τα σκουπιδάκια. Να κόβει ντομάτες, να τις πλένει και να τις μοιράζει σε κομμάτια. Χωρίς πηρούνι, με τα χέρια. Ποια χώματα και ποια μικρόβια.

Φορώντας ένα λεπτό φανελένιο πουκάμισο, έφτιαχνε το κρεβάτι κάτω από το κλήμα για το μεσημεριανό μας ύπνο. Παππού, δε φοβάσαι τα φίδια, τον ρωτούσα. Τα σκοτώνω, τους ρίχνω μία στο κεφάλι και πάρ' τα κάτω, απαντούσε με σιγουριά. Μα πώς, αν σε τυλίξουν στον ύπνο σου πώς θα προλάβεις να αντιδράσεις; Ανάμνηση Ηρακλέως.

Ορισμένες φορές γυρνούσε στο σπίτι κρατώντας το τρόπαιο ενός φόνου. Δέρμα, λέπια, αίματα, το χρονικό μιας απειλής καταγεγραμμένο στο ξύλο μια αξίνας. Το παρολίγον κακό είχε χωρίς έλεος εξολοθρευθεί. Τώρα όμως; Που χάρισε το σώμα του στη γη που τόσο λάτρευε, που η υγρασία τού περονιάζει τα κόκαλα, γκλιν-γκλιν χτυπά το τζαμάκι απ' το καντήλι του όταν βρέχει και φυσάει, τώρα τι γίνεται; Ποιος έχει μπράτσα πιο δυνατά από την ηλικία του; Ποιος διώχνει το Φόβο, ποιος σκοτώνει το Κακό;"