10.7.11

Μνήμη Ανδανίας

Τα καλοκαίρια συχνά με φιλοξενούσαν ο παππούς και η γιαγιά. Το σπίτι τους ήταν σε κοντινό χωριό με το δικό μου, οπότε ήταν προσωρινός ο πόνος του αποχωρισμού των γονέων. Εξάλλου μαζί τους είχα καθημερινή επικοινωνία, μέσα από το κλασικό γκρι τηλέφωνο της γιαγιάς με τα τετράγωνα μαύρα κουμπιά, όμως επειδή το χωριό είχε λίγους κατοίκους δεν υπήρχε καλή υποδομή στην τηλεφωνία, οπότε άκουγα τη μητέρα μου "σαν από μακριά" και με καθυστέρηση, και αυτό μου έδινε μιαν αίσθηση απόστασης.

Θυμάμαι που τα μεσημέρια ο παππούς κοιμόταν στο υπόγειο γιατί ήταν δροσερά. Εκεί φυλούσε το κρασί και το λάδι και εγώ πολλές φορές έπαιζα δίπλα στο κρεβάτι του με διάφορα παλιά αντικείμενα, αθόρυβα πάντα, φτιάχνοντας στο μυαλό μου εικόνες ότι ζω σε περασμένη εποχή, τότε που οι άνθρωποι είχαν άμεση σχέση με τη γη και τη φύση. Τσάπες, δρεπάνια, πριόνια, τσεκούρια, λιόπανα, πάνινα σακιά, τέμπλες, κατασκεύαζα έναν κόσμο δικό μου, πλίνθινο, όπως εκείνος που μου αφηγούνταν ότι βίωσαν οι ίδιοι. Και με έπαιρνε ο ύπνος κουλουριασμένο δίπλα ακριβώς στον παππού, ακίνητος για να μην τον ξυπνήσω.

Το απόγευμα ο παππούς πήγαινε στο κτήμα κι εγώ, μαζί με τα ξεσηκωμένα γειτονόπουλα, στην "αγορά", τη γειτονιά όπου κάποτε χτυπούσε η καρδιά του χωριού με το μπακάλικο, το φούρνο και το καφενείο. Πλέον έμεναν κάτι τεράστια αιωνόβια πλατάνια και κάτι πέτρινα τραπέζια για να θυμίζουν τις δόξες του παρελθόντος. Με τους φίλους παίζαμε κρυφτό στα γύρω χαλάσματα, κι εγώ έπλαθα στο μυαλό μου μιαν άλλη εποχή. Κρυβόμουν και μέσα από τα γκρεμισμένα παράθυρα φανταζόμουν την οικογένεια του σπιτιού να γυρίζει κατάκοπη απ' τις δουλειές στο χωράφι, με τον καθένα να σέρνει κι από ένα ζώο. Φανταζόμουν τη μάνα να ετοιμάζει φαγητό στο τσουκάλι, τον πατέρα να ξεκουράζεται αμίλητος, καθισμένος σε ένα σκωροφαγωμένο σκαμνί δίπλα στον μοναδικό του σπιτιού ντορβά και τα παιδιά να τακτοποιούν τα ζώα στην αυλή. Λίγο αργότερα τους έπαιρνε ο ύπνος, στρωματσάδα, ευτυχισμένους που άλλη μία δύσκολη μέρα έφτανε στο τέλος της. Αύριο πάλι.

Στην είσοδο της εκκλησίας του χωριού, Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης μεγάλη η Χάρη τους, και εκατέρωθέν της, ήταν εγκατεστημένες δύο αρχαίες ενεπίγραφες μαρμάρινες πλάκες. Οι επιστήμονες έλεγαν πως περιέγραφαν την τελετουργία κάποιων αρχαίων μυστηρίων που λάμβαναν χώρα πριν από εκατοντάδες χρόνια στην περιοχή και τις βρήκαν κάποιοι χωριανοί τυχαία, και πως επειδή δεν ήξεραν γράμματα τις τοποθέτησαν κατά πώς έκριναν, οπότε για να τις διαβάσει κανείς έπρεπε να γείρει το κεφάλι του ενενήντα μοίρες δεξιά. Αφού τα παιδιά τελειώναμε το κρυφτό στην "αγορά", κινούσαμε για την εκκλησία της οποίας ο περίβολος αποτελούσε για μας έδαφος για ατέλειωτο παιχνίδι. Ενώ οι άλλοι έτρεχαν και έπαιζαν, θυμάμαι τον εαυτό μου να κάθεται μπροστά από τις πλάκες, με το κεφάλι στο πλάι και να προσπαθεί να διαβάσει. Να καταλάβει. Μέχρι τότε δεν είχα επαφή με τα αρχαία ελληνικά. Κι όμως ξεχώριζα κάποιες λέξεις, Μνασίστρατος, Ραβδοφόρος, Μεγάλοις Θεοίς, Απόλλωνι Καρνείω, κάπρον, δραχμαί, Δήμητρα, Αγνή. Αρκετές φορές έκανα την απόπειρα να καταγράψω ολόκληρο το κείμενο σε ένα παλιό τετράδιο της γιαγιάς, αυτό που έγραφε τη λίστα με τα ψώνια της εβδομάδας, μα ποτέ δεν τα κατάφερνα γιατί μούδιαζε ο λαιμός μου... Έλεγα όμως πως όταν μεγαλώσω θα γίνω αρχαιολόγος για να διαβάσω τι λένε οι επιγραφές και να έρθω στην περιοχή να κάνω ανασκαφές σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς.

Τελικά αρχαιολόγος δεν έγινα και πολύ αργότερα ανακάλυψα τον Παυσανία, ο οποίος στα "Μεσσηνιακά" αναφέρει πως τα μυστήρια της Ανδανίας ήταν ξακουστά στην Ελλάδα και δεύτερα σε λαμπρότητα και σπουδαιότητα μετά τα Ελευσίνια. Τώρα, κάθε φορά που επισκέπτομαι το χωριό (ο συνονόματος παππούς και η γιαγιά δε ζουν πια), χωρίς να περάσω από το σφραγισμένο σπίτι γιατί με πονάει, μετά το νεκροταφείο και την απαραίτητη τελετουργία με κεριά και λιβάνια, πηγαίνω στην εκκλησία και χαζεύω της πλάκες. Με τις ώρες. Γεμίζει η ψυχή μου θαυμασμό, πλημμυρίζει ελπίδες ότι κάποτε θα ανακαλύψω κάποια άλλα μυστήρια, πρώτος, και πως θα ανασκάψω τις αιτίες τους, εκείνων αλλά και κάθε μυστηρίου που ταλανίζει τον κόσμο. Ακόμα ζει μέσα μου η κουρασμένη οικογένεια, εκείνη η ξεθεωμένη μάνα που μεριμνούσε για το φαγητό, αυτός ο ήρωας πατέρας που πάλευε διαρκώς με τη γη και τα παιδιά, μες στα κουρέλια τους να ονειρεύονται παπούτσια. Γιατί αγωνίζονταν να ζήσουν, αφού είχαν γνώση της μοίρας και του μέλλοντός τους; Φτωχοί, δεν είχαν ούτε κρασί ούτε λάδι για φαγητό ή για μυσταγωγίες. Προσεύχονταν στον ίδιο Θεό, μικρό η μεγάλο, έναν ή πολλαπλό, αρχαίο ή σύγχρονο δεν έχει σημασία. Και πάντα η ίδια προσευχή: σώσε μας.

Σήμερα από τα πλατάνια κρέμονται γερασμένα φίδια, στα πέτρινα τραπέζια έχουν σχηματιστεί ρωγμές, ο φούρνος δε βγάζει πια ψωμί. Το νεκροταφείο γέμισε τόσο που χτίστηκε οστεοφυλάκιο, τα μονοπάτια πνίγηκαν στη βλάστηση και από τα χείλη των σπιτιών δε βγαίνει ψίθυρος. Μεγάλος πια (με κουστούμι και χαρτοφύλακα κυκλοφορώ), περπατώ βράδυ καλοκαιριού ακούγοντας τα τριζόνια να αφηγούνται τρομερές ιστορίες και όπως βλέπω να με προσπερνούν μυστηριώδεις στο δρόμο για την εκκλησία σκιές , λέω "Ελάτε παιδιά, σας έφερα παπούτσια. Ελάτε να παίξουμε.".