28.12.09

"Χωρίς μουσική"


"Τι θα ήταν η ζωή σου χωρίς μουσική;..."

Έλα ντε. Τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς μουσική; Τι χρώμα, ποια γεύση θα είχε; Θα... υπήρχε;

Ο Κώστας Γάκης και η ομάδα του (Ιωάννα Αγγελίδη, Μαρία-Δάφνη Καμμένου, Αγγελίνα Παρασκευαΐδη και Μαρία Δελλή) παρουσιάζουν ένα αμιγώς πολιτικό θεατρικό έργο, την ιστορία ενός πιανίστα ο οποίος εξορίζεται σε ένα ερημονήσι εξαιτίας της άρνησής του να γράψει τον στρατευμένο εθνικό ύμνο του καθεστώτος που εξουσιάζει τη χώρα του. Απαγορεύεται σε αυτόν και το συγκρότημά του (Τρεις Γάτες κι Ένας Σκύλος) να εκφράζονται μουσικά, εκείνοι όμως δεν αντέχουν τη φίμωση και βρίσκουν τρόπο να παίζουν μουσική και να τραγουδούν.

Λίγα λόγια για το έργο: Ο πολιτικός χαρακτήρας αλλά και οι κοινωνικές προεκτάσεις του έργου, αποδεικνύουν πως, σε μια εποχή στην οποία φαίνεται να μην έχουμε ανάγκη την Πολιτική, πάντα υπάρχει χώρος και χρόνος να μιλήσει κανείς για την Ελευθερία, το αγαθό που νομίζουμε ότι κατέχουμε αλλά τελικά δεν είναι και τόσο δεδομένο. Βυθισμένοι στη νιρβάνα μας, οι νεοέλληνες τα έχουμε όλα, από φραπέδες και γιουροβίζιον μέχρι πιστωτικές κάρτες και δύο αυτοκίνητα ο καθένας, πράγματα που δύσκολα θα μπορούσαν να φανταστούν οι γονείς μας στην ηλικία μας. Ελευθερία έκφρασης, κίνησης, βούλησης έχουμε; Ειμαι σίγουρος πως όχι. Νομίζουμε πως έχουμε. Και αν εμφανιστεί κάποια στιγμή ένας από μηχανής θεός (γιατί εμείς ποτέ δεν είμαστε υπεύθυνοι για τίποτα, όλα οι άλλοι τα κάνουν) και μας στερήσει την εικονική μας ελευθερία, θα αντιδράσουμε. Κανείς όμως δεν μπορεί να σου πάρει αυτό που δεν έχεις.

Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι πολύ καλές, παιχνιδιάρικες, ζωντανές, κινητικές, κρατούν το θεατή και το θέατρο σε εγρήγορση. Οι κοπέλες (Ιωάννα Αγγελίδη, Μαρία-Δάφνη Καμμένου, Αγγελίνα Παρασκευαΐδη) εναλλάσσουν ρόλους μεταξύ τους, γίνονται μουσικοί, φαντάσματα-αναμνήσεις, δικτάτορας-ρουφιάνος, βαρκάρης, επισκέπτρια του νησιού, χορεύτριες του καμπαρέ. Ο Κώστας Γάκης, πρωταγωνιστής στο ρόλο του πιανίστα και σκηνοθέτης, κλέβει την παράσταση. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον παίξιμο και πανέξυπνη σκηνοθεσία.

Βρήκα εξαιρετική την απόδοση των κοριτσιών στο ρόλο της άλαλης επισκέπτριας του νησιού... Πόσο συναίσθημα μπορεί να βγάλει το σώμα χωρίς να είναι απαραίτητο να μιλήσει... Ωραίες μελωδικές φωνές, άνετη κίνηση, νάζι, σκέρτσο και... μπρίο, που λείπουν από το σύγχρονο θέατρο.

Η Μαρία Δελλή με το ακκορντεόν της και την απίστευτη γλυκιά μελαγχολία που εξέπεμπε το χαμογελαστό και τραγουδιστό πρόσωπό της, με συγκίνησε.

Συγχαρητήρια στα παιδιά λοιπόν!! Μπράβο τους!

14.12.09

ΜΙΧΑΕΛ ΧΑΝΕΚΕ - Η ΛΕΥΚΗ ΚΟΡΔΕΛΑ


Πριν από λίγες μέρες είχα τη «χαρά» (σε εισαγωγικά διότι, παρακολουθώντας μια δραματική ταινία, δεν μπορείς να πεις ότι χαίρεσαι) να δω τη «Λευκή Κορδέλα», την ταινία του Μίχαελ Χάνεκε που θριάμβευσε στο Φεστιβάλ των Καννών, αποσπώντας το Βραβείο του Χρυσού Φοίνικα και το Βραβείο των Κριτικών.

Ποτέ δεν έχω πέσει στην παγίδα που υπόσχονται εκάστοτε «κράχτες». Στην περίπτωση της «Λευκής Κορδέλας» λοιπόν μάλλον προκατειλημένος ήμουν πηγαίνοντας στον κινηματογράφο... ευτυχώς όμως στα πρώτα λεπτά προβολής άλλαξα διάθεση.

Η ταινία αφηγείται την καθημερινότητα ενός γερμανικού χωριού λίγο πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε ασπρόμαυρο φόντο, ο αριστοτέχνης Χάινεκε ξεδιπλώνει τις ιστορίες ανθρώπων που ζουν στο χωριό, δίνοντας έμφαση στις μεταξύ τους σχέσεις, στο πώς δηλαδή οι επιλογές του ενός επηρεάζουν και ελέγχουν τη συμπεριφορά του άλλου. Τα αυστηρά, παγωμένα, αγέλαστα πρόσωπα ενηλίκων και παιδιών καταδεικνύουν και αποδεικνύουν την ψυχική τους διάθεση. Συγκλονιστικό να σκέφτεται κανείς πως υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι, από τη στιγμή που γεννιούνται, είναι καταδικασμένοι στη δυστυχία, αφού κανένας ποτέ δεν τους επιτρέπει να φανταστούν τι χρώμα μπορεί να έχει η ευτυχία. Και πώς επιτυγχάνεται αυτό; Με απλό και εύκολο τρόπο: μεγαλώνει μέσα τους ο φόβος. Να εκφραστούν, να μιλήσουν, να γελάσουν, να κλάψουν, να παραπονεθούν, να φωνάξουν, να ουρλιάξουν. Φυλακισμένοι στο μαύρο, χωρίς να γνωρίζουν ή να έχουν την ελπίδα πως θα γνωρίσουν το λευκό ή το γκρίζο.

Πηγή της δυστυχίας είναι το εξαιρετικά περιορισμένο πλαίσιο μέσα στο οποίο μεγαλώνουν (άρα και ωριμάζουν!) τα πρόσωπα της ιστορίας. Δεν έχουν ούτε την υποψία της επιλογής. Του διαφορετικού. Μικρά παιδιά τα οποία στέκονται σαν αγάλματα μπροστά στους γονείς, στη ζωή τους, στον ίδιο τους τον εαυτό. Ενήλικοι οι οποίοι εγκλωβισμένοι στα δεσμά που οι ίδιοι έφτιαξαν, αδυνατούν να κάνουν την επανάσταση ή τουλάχιστον να βοηθήσουν τις επόμενες γενιές να ζήσουν πιο ευτυχισμένες. Και πάλι φόβος.

Κάπως έτσι γεννιέται η βία. Και ριζώνει βαθιά μέσα στον άνθρωπο. Η πίεση είναι συγκοινωνούν δοχείο με τον εαυτό της. Όσο την καταναγκάζεις, τόσο φουντώνει. Γι’ αυτό λοιπόν και τα παιδιά της ταινίας μη έχοντας τρόπο να ξεσπάσουν την πίεση που δέχονται, βρίσκουν εξιλαστήρια θύματα. Είτε βασανίζοντας ένα καθυστερημένο παιδί, είτε δέρνοντας το γιο του πλούσιου βαρόνου-γαιοκτήμονα, είτε σκοτώνοντας το καναρίνι του πάστορα... Η βία εκφράζεται με πολλές (ύπουλες) μορφές.

Συμπεραίνοντας, ο Μίχαελ Χάνεκε με το δράμα του προσεγγίζει με ιδιαίτερο τρόπο τον θέμα της βίας, στο ενδοοικογενειακό ή ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Δε θα σχολιάσω αν ο ναζισμός και ο ολοκληρωτισμός της Γερμανίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πηγάζουν από ανάλογες εμπειρίες, εστιάζω όμως στη βία, που όταν εφαρμόζεται, διαλύει την αθωότητα. Και δυστυχώς, αυτή είναι η μόνη που μπορεί να σώσει τον κόσμο.

Λευκή κορδέλα: ο πολύτεκνος πάστορας τη φορούσε στα μαλλιά ή στο μπράτσο των παιδιών του, όταν εκείνα παρουσίαζαν «παραβατική» συμπεριφορά, δηλαδή δεν υπάκουαν τις αυστηρές εντολές του. Σύμβολο λοιπόν της απώλειας του καθωσπρεπισμού και της επικράτησης της υποκρισίας....

23.10.09

ΜΙΚΡΗ ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ ΣΤΟ ΔΙΑΒΟΛΙΤΣΙ

Τα «κακά» πρέπει να λέγονται. Ειδικά αυτά. Και τα καλά πρέπει να λέγονται όμως. Έτσι, δύο χρόνια μετά ένα δημοσίευμα που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και συζητήσεις σε κατώτερα και ανώτερα κλιμάκια, ο διαδικτυακός «Καλοπροαίρετος» επιστρέφει σχολιάζοντας ένα έργο εξαιρετικής αισθητικής και λειτουργικότητας που εγκαινιάσθηκε πρόσφατα στο χωριό του, το Διαβολίτσι.

Αναφέρομαι στο υπαίθριο αμφιθέατρο που χτίστηκε δίπλα στον Ιερό Ναό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος («Αγια-Σωτήρω» αποκαλούμε την εκκλησία οι ντόπιοι, την κατασκευασμένη το 1861), στο Διαβολίτσι, και συγκεκριμένα εκεί που βρισκόταν κάποτε το «Σχολαρχείο». Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν το περασμένο καλοκαίρι με παράσταση που ανέβασε το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο (ΔΗΠΕΘΕ) Καλαμάτας. Η υπηρεσία μου στον υπέροχο Ελληνικό Στρατό δεν μου επέτρεψε να παρευρεθώ στην εκδήλωση, οπότε όσα γνωρίζω για το γεγονός προέρχονται από εντυπώσεις και σχόλια φίλων και γνωστών. Για να είμαι ειλικρινής, έχοντας ως παράδειγμα το τραγελαφικό ελικοδρόμιο που βρίσκεται στο προαύλιο του Γυμνασίου, αρχικά ήμουν προκατειλημμένος για το «πλαίσιο» αυτού του έργου –δηλαδή ποιος και γιατί το έφτιαξε, αν είναι χρήσιμο, αν είναι όμορφο κ.λπ.–, τελικά όμως διαψεύσθηκα πανηγυρικά. Τα σχόλια που άκουσα για το θέατρο και την παράσταση ήταν κάτι παραπάνω από επαινετικά. Έγινε, λέει, μελέτη για την ακουστικότητα του χώρου, υπάρχουν καμαρίνια και γενικά είναι όλα πολύ ωραία. Δεν έμενε παρά να το ελέγξω ο ίδιος.

Βρέθηκα στο χώρο λίγο καιρό μετά την πρώτη παράσταση που ανέβηκε στο χώρο, συγκεκριμένα την ημέρα των εθνικών εκλογών (4 Οκτωβρίου). Εντυπωσιάστηκα! Το θεατράκι είναι πραγματικά πολύ «γλυκό» και όμορφο! Μπορεί να είναι μικρό σε χωρητικότητα, είναι σίγουρα όμως γραφικό. Στη φωτογραφία που βλέπεις παραπάνω, αναγνώστη μου, μπορείς να διακρίνεις την ορχήστρα (οριοθετείται από μια λευκή κυκλική γραμμή) με το κέντρο της (αν ήταν αρχαίο το θέατρο τότε το σημείο αυτό θα αντιστοιχούσε στο βωμό του Διονύσου), πάνω στο οποίο αν σταθεί κανείς και μιλήσει, ο ήχος θα επιστρέψει στα αυτιά του καθαρός και ενισχυμένος. Στις δύο πλαϊνές πλευρές στο εσωτερικό των διαζωμάτων υπάρχουν σκάλες, ενώ εξωτερικά, και σε απόσταση από τη σκηνή, υπάρχουν οι πόρτες για τα καμαρίνια και τις τουαλέτες. Στο πάνω μέρος των διαζωμάτων είναι εγκατεστημένοι μεταλλικοί στύλοι, υποθέτω για την τοποθέτηση προβολέων και ηχείων. Ο χώρος της σκηνής αλλά και αυτός πίσω της, είναι πλακόστρωτοι.

Από τη μικρή αυτή περιγραφή μπορεί κανείς να καταλάβει ότι πρόκειται για ένα προσεγμένο έργο που ευτυχώς δεν έγινε ούτε με προχειρότητα, ούτε με βιασύνη (όπως ας πούμε συνέβη με την τραγικά ασύμμετρη βρύση στο προαύλιο του «κατηχητικού» κοντά στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα). Δε με νοιάζει το «ποιος», το «γιατί» και το «πώς». Μόνο οφείλω να δώσω τα συγχαρητήριά μου σε αυτόν που πήρε την πρωτοβουλία και φυσικά στην ομάδα που μελέτησε, σχεδίασε και υλοποίησε την όμορφη κατασκευή και ελπίζω ειλικρινά οι κάτοικοι της περιοχής να αδράξουν την ευκαιρία και να αναδείξουν τον πολιτισμό, απαιτώντας οι ίδιοι να γίνεται συχνή χρήση του θεάτρου με ωραίες και ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις, ανεξάρτητα από το φορέα που τις διοργανώνει.

Αποκαλώντας το θέατρο «Μικρή Επίδαυρο» για λόγους που εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, ομολογώ πως ανυπομονώ να βρεθώ στα διαζώματά του και να απολαύσω μια παράσταση κάτω από τον έναστρο καλοκαιρινό ουρανό ενός τόπου που τόσο μου έχει λείψει και που τον νοσταλγώ…


4.9.09

"Πώς να είσαι καλός" - Νικ Χόρνμπυ



Πώς να είσαι καλός
Νικ Χόρνμπυ
Σελίδες 369, γ’ έκδοση
Εκδόσεις Πατάκη
Μετάφραση: Χίλντα Παπαδημητρίου

Περνούσα τον καιρό μου, που λες, σ' ένα στρατιωτικό φυλάκιο κοντά στην Κοιλάδα των Τεμπών (κανονικά θα έπρεπε να γράψω: υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία) διαβάζοντας λογοτεχνικά βιβλία και παρακολουθώντας ταινίες στο laptop, κάπου στα τέλη του περασμένου Αυγούστου. Δε λέω, καλή η NOVA, αλλά όταν έχεις να κάνεις με αρχιφύλακα φανατικό των σπορ, δεν έχεις πολλές επιλογές.

Το Πώς να είσαι καλός του Νικ Χόρνμπυ μού το έδωσε η φίλη μου η Ευτυχία, δεινή βιβλιοφάγος, διαβεβαιώνοντάς με πως πρόκειται για ένα ευχάριστο και ελαφρύ ανάγνωσμα. Ξεκίνησα λοιπόν να το διαβάζω, με ευχάριστη διάθεση, αλλά από την πρώτη σελίδα κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν μπορούσα να καταλάβω αυτά που διάβαζα, να «πιάσω» τον τρόπο και τον τόπο του συγγραφέα. Εντούτοις συνέχισα, ελπίζοντας ότι στην πορεία θα κατάφερνα να «συντονιστώ» με την ιστορία. Ε, στη σελίδα 71 τα παράτησα! Δεν άντεξα να διαβάζω κάτι το οποίο δεν καταλαβαίνω. Και δε μου αρέσει, στο κάτω-κάτω.

Εκτός από το ιδιαίτερο, σύγχρονο ομολογουμένως, ύφος του συγγραφέα το οποίο δε με άγγιξε, με «χάλασε» αρκετά η μετάφραση από την πλευρά της κυρίας Χίλντας Παπαδημητρίου. Για παράδειγμα, είναι δυνατόν να παραθέτει τη φράση «τα τελευταία λίγα χρόνια» (σελ. 29) που δε στέκει συντακτικά; Υποθέτω πως επιχείρησε να μεταφράσει το “the last few years”, ανεπιτυχώς βέβαια… Επίσης, από πότε γράφεται η συγγνώμη με ένα γάμα;

Για τους παραπάνω λόγους, αγαπητέ μου αναγνώστη, αν ποτέ βρεθεί στα χέρια σου το βιβλίο αυτό, μην προσπαθήσεις ούτε κατά διάνοια να ασχοληθείς μαζί του. Θα χάσεις το χρόνο σου.